νῶτον

νῶτον
(-ῳ, -ον; -ων, -οισιν, -α.)
a back
I of a person. στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ sc. the back of Typhon, buried beneath Mt. Etna P. 1.28 πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον of Jason P. 4.83

ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.183

ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος N. 6.57

ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν)

ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις N. 10.44

pl. pro s.,

δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26

, cf. Πα. 6. 139 infra.
II of an eagle.

ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.9

b of land
I expanse, surfaceφέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυP. 4.26 ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς Jason, while ploughing P. 4.228
II ridge

ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων O. 7.87

met., of person and place, τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον of Aigina, nymph and island Pae. 6.139

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νῶτον — back masc acc sg νῶτον back neut nom/voc/acc sg νῶτος back masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῶτα — νῶτον back neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῶτος — νῶτον back masc nom sg νῶτος back masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • плеще — ПЛЕЩ|Е (60), А с. 1.Плечо: въздъхни помысливъ ‹о› ѹбогыхъ. како клѧчѧть надъ малъмь огньцьмь съкърчившесѧ… рѹцѣ же тъкмо съгрѣвающе: плешти же и вьсе тѣло морозъмь измьрзъше. Изб 1076, 42 об.; то же ЗЦ XIV/XV, 74б; растѧженъ же бывъ [св. Вата]… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δινωτόν — δῑνωτόν , δινωτός turned masc acc sg δῑνωτόν , δινωτός turned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῶθ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῶτ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώτοιο — νώ̱τοιο , νῶτον back masc gen sg (epic) νώ̱τοιο , νῶτον back neut gen sg (epic) νῶτος back masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώτου — νώ̱του , νῶτον back masc gen sg νώ̱του , νῶτον back neut gen sg νῶτος back masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώτωι — νώ̱τῳ , νῶτον back masc dat sg νώ̱τῳ , νῶτον back neut dat sg νώτῳ , νῶτος back masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”